- ορυκτρίς
- ὀρυκτρίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ)βλ. ὀρυκτήρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρυκτρίδας — ὀρυκτρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτρίδος — ὀρυκτρίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτρίδων — ὀρυκτρίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοκίδα — η (AM δοκίς) [δοκός] μικρό δοκάρι νεοελλ. 1. γυμναστικό όργανο για αναρρίχηση 2. οριζόντιο ξύλινο κομμάτι που αποτελεί μέρος τού πλαισίου μιας ξύλινης κατασκευής ή υποστήριγμα σανιδώματος ή πλακόστρωτου 3. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος, κάθετο προς … Dictionary of Greek
ορυκτήρ — ὀρυκτήρ, ῆρος, ὁ, Μ θηλ. ὀρυκτρίς (Α) εργάτης ορυχείου, μεταλλωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα τήρ / τρίς (πρβλ. πρακ τήρ)] … Dictionary of Greek